περιτριγυρίζω

περιτριγυρίζω
μετ.
1) окружать, огораживать, обносить (чём-л.); 2) ухаживать (за кем-л.); увиваться, вертеться (вокруг кого-л.) (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περιτριγυρίζω" в других словарях:

  • περιτριγυρίζω — περιτριγυρίζω, περιτριγύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιτριγυρίζω — ΝΜ 1. γυρίζω, περπατώ εδώ κι εκεί σε έναν χώρο 2. (για πλήθος ανθρώπων) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον νεοελλ. 1. περιφράζω 2. τριγυρίζω κάποιον για να επιτύχω κάτι («τήν περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριγυρίζω. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • περιτριγυρίζω — περιτριγύρισα, περιτριγυρίστηκα, περιτριγυρισμένος 1. περιφράζω, κλείνω γύρω γύρω: Περιτριγύρισα τον κήπο με σύρμα. 2. μτφ., περιφέρομαι γύρω από κάτι, φέρνω γύρα, πολιορκώ κάποιον για να πετύχω κάτι: Την περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί την κόρη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] …   Dictionary of Greek

  • δορυφορώ — (AM δορυφορῶ, έω) είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας νεοελλ. ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον μσν. 1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω αρχ. 1. είμαι οπλισμένος με δόρυ 2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω 3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου 4.… …   Dictionary of Greek

  • ζαλαίνω — (ΑΜ) μσν. περιτριγυρίζω, περιδιαβαίνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μωραίνω» …   Dictionary of Greek

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κυκλάζω — (Α) [κύκλος] περιβάλλω, περιτριγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… …   Dictionary of Greek

  • ολογυρίζω — [ολόγυρα] ολογυρνώ, περιτριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»